Η δυσανεξία στην λακτόζη οφείλεται στην έλλειψη ενός ενζύμου του λεπτού εντέρου το οποίο λέγεται λακτάση. Η έλλειψη του ενζύμου μπορεί να είναι συγγενής (από την γέννηση) ή επίκτητη. Η επίκτητη δυσανεξία στην λακτόζη μπορεί να είναι μόνιμη ή προσωρινή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσωρινής δυσανεξίας της λακτόζης είναι κατά την περίοδο μίας γαστρεντερίτιδας, κατά την λήψη αντιβιοτικών. Δυσανεξία παρουσιάζουνκαι οι ασθενείς με χρόνιες φλεγμονές του λεπτού εντέρου, όπως η νόσος Crohn και η κοιλιοκάκη.
Η δυσανεξία στην λακτόζη εκδηλώνεται με μεταγευματικό φούσκωμα, αέρια, ερυγές (ρέψιμο), διάρροιες, πόνους, γουργουρητά στην κοιλιά ή δυσφορία.
Ο έλεγχος για την παρουσία ή όχι δυσανεξίας στην λακτόζη πρέπει να γίνεται σε όλους τους ασθενείς με ‘διάγνωση’ ευερέθιστου εντέρου. Ο τρόπος ελέγχου είναι εύκολος και γίνεται αναίμακτα στο ιατρείο με το αναπνευστικό τεστ δυσανεξίας στην λακτόζη. Ο ασθενής προσέρχεται νηστικός μετά από διήμερη αποχή από γαλακτοκομικά και τροφές που παράγουν αέρια όπως όσπρια, λαχανικά, φρούτα, αναψυκτικά και γλυκά. Στον ασθενή χορηγείται λακτόζη και στην συνέχεια γίνονται μετρήσεις με φύσημα με τον ίδιο τρόπο που γίνεται το αλκοτεστ. Οι μετρήσεις μπορεί να κρατήσουν 1 με 4 ώρες αναλόγως του τύπου δυσανεξίας. Αν το τεστ είναι θετικό, ο ασθενής δεν κινδυνεύει από κάποιο νόσημα παρά μόνο από τα συμπτώματα της δυσανεξίας. Οι ασθενείς έχουν την επιλογή να επιλέξουν προιόντα χωρίς λακτόζη (lactfree), να καταναλώνουν γαλακτοκομικά με συγχορήγηση λακτάσης (σε κάψουλα) ή να αποφεύγουν τελείως τα γαλακτοκομικά.